τύφλωμα

τύφλωμα
το, -ατος
τύφλωση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τύφλωμα — το, Ν [τυφλώνω] τύφλωση …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτύφλωμα — ὀρνιθοτύφλωμα, τὸ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τύφλωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”